σνομπάρω — σνομπάρω, σνόμπαρα και σνομπάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σνομπάρω — σνόμπαρα, συμπεριφέρομαι προς κάποιον ως σνομπ: Τώρα τελευταία ο φίλος σου μας σνομπάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)